προτέρημα

προτέρημα
προτέρ-ημα, ατος, τό,
A advantage, superiority, in pl., Plb.1.51.3, 16.20.6, al.;

π. φυσικά Phld.Rh.2.87

S., D.S.15.39, cf. Longin.44.3, M.Ant.1.16: less freq. in sg., ἐπὶ μηδενὶ ἐπαρθῇς ἀλλοτρίῳ π. Epict.Ench.6.
2 in war, advantage gained, success, Plb.1.9.7, 2.10.6, D.S.2.19, al.;

ἐπὶ τοῦ π. γίγνεσθαι Id.3.54

;

οὐκ ἔσται τὸ π. σου LXX Jd.4.9

, cf. Onos.13.1.
II privilege, τὰ τῆς βασιλείας π. D.S.31.19, cf. Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προτέρημα — advantage neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτέρημα — το, ΝΜΑ [προτερῶ] 1. npoσόν ή χάρισμα φυσικό ή επίκτητο 2. πλεονέκτημα, υπεροχή 3. αρετή αρχ. 1. πρωτείο βαθμού ή ηλικίας, ανώτερη αξία 2. (στον πόλεμο) επικράτηση, νίκη («θεωρῶν δὲ τοὺς βαρβάρους ἐκ τοῡ προτερήματος θρασέως καὶ προπετῶς… …   Dictionary of Greek

  • προτέρημα — το, ατος προσόν, πλεονέκτημα φυσικό ή αποκτημένο, αρετή (αντίθ ελάττωμα): Το σύνολο των προτερημάτων και των ελαττωμάτων του ατόμου προσδιορίζουν το χαρακτήρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προτερημάτων — προτέρημα advantage neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτερήμασι — προτέρημα advantage neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτερήμασιν — προτέρημα advantage neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτερήματα — προτέρημα advantage neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτερήματι — προτέρημα advantage neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτερήματος — προτέρημα advantage neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • почесть — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. 1) (γέρας) почетная мзда, на града, дар; (ἐπινίκιον),… …   Словарь церковнославянского языка

  • έκπαγλος — η, ο (AM ἔκπαγλος, ον) αυτός που αφήνει κάποιον έκπληκτο με την ομορφιά, τη δύναμη ή άλλο προτέρημα (α. «εκπάγλου κάλλους» β. «σθένει ἔκπαγλος» με εκπληκτική δύναμη γ. «ἐν πόνοις ἔκπαγλος» θαυμαστός για τα κατορθώματά του) αρχ. 1. εκπληκτικός,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”